- εξαπλώνομαι
- εξαπλώνομαι, εξαπλώθηκα, εξαπλωμένος βλ. πίν. 4——————Σημειώσεις:εξαπλώνομαι : στα λεξικά απαντάται και ο τύπος της ενεργητικής φωνής εξαπλώνω (→ εκτείνω, ανοίγω), ο οποίος δε συνηθίζεται.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… … Dictionary of Greek
έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… … Dictionary of Greek
ανακίδναμαι — ἀνακίδναμαι (Α) σκορπίζομαι, υψώνομαι προς τα επάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κίδναμαι «εξαπλώνομαι, διασκορπίζομαι», παθητ. τού άχρηστου κίδνημι, ποιητ. αντί σκεδάννυμαι] … Dictionary of Greek
αναχέω — ἀναχέω (Α) (Μ ἀναχύνω) μσν. ανασκάπτω, καταστρέφω αρχ. ενεργ. 1. χύνω κάτι σε μεγάλη ποσότητα 2. συσσωρεύω χώμα για να κατασκευάσω τύμβο 3. (μέσ., ομαι), εξαπλώνομαι, διαδίδομαι … Dictionary of Greek
απέρχομαι — (AM ἀπέρχομαι) 1. φεύγω, απομακρύνομαι 2. πεθαίνω μσν. 1. προχωρώ 2. περιοδεύω 3. εκστρατεύω αρχ. 1. «ἀπέρχομαι εἰς ἢ παρὰ τινα» φεύγω από έναν τόπο και φθάνω σε άλλον 3. μτφ. «ἀπέρχομαι ἔκ τινος» σταματώ («ἐκ δακρύων ἄπελθε» σταμάτα τα δάκρυα,… … Dictionary of Greek
δίειμι — (Α) [είμι] 1. περιφέρομαι εδώ κι εκεί 2. περνώ μέσα από κάτι, διέρχομαι 3. διαφεύγω 4. παρέρχομαι, περνώ («ἡμέρα χειμέριος δίεισιν», Θεόφραστος) 5. (για φήμη) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι 6. διέρχομαι, διασχίζω («ἅπαντα γὰρ δίειμί σοι τὸν ἀέρα»,… … Dictionary of Greek
διέρχομαι — (AM διέρχομαι) [έρχομαι] 1. περνώ ανάμεσα 2. (αμτβ.) (για χρόνο) περνώ 3. (για σωματικά και ψυχικά πάθη) υποφέρω, περνώ νεοελλ. 1. (με ουσ. που δηλώνει χρόνο) κάνω κάτι στη διάρκεια τού χρόνου που δηλώνει το ουσιαστικό («διέρχεται τον καιρό του… … Dictionary of Greek
διαδίδω — (AM διαδίδω και διαδίδωμι) μεταβιβάζω από άνθρωπο σε άνθρωπο ή από πράγμα σε πράγμα, εξαπλώνω, επεκτείνω 2. κοινολογώ, διασπείρω φήμη, θέτω σε κυκλοφορία (διαδίδεται διαθρυλείται, φημολογείται) 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) διαδεδομένος, η, ο (ν) αυτός… … Dictionary of Greek
διαπίπτω — (AM) 1. πέφτω ανάμεσα 2. (για ενέργειες) ακυρώνομαι, αποβαίνω ανώφελος αρχ. 1. διαφεύγω, δραπετεύω 2. (για φήμες) διαδίδομαι, εξαπλώνομαι 3. σφάλλω, αποτυγχάνω 4. καταστρέφομαι 5. σαπίζω … Dictionary of Greek
διαφοιτώ — διαφοιτῶ ( άω) (Α) 1. περιπλανώμαι, περιφέρομαι 2. (ιδ. για σκυλιά σε ιχνηλασία) βαδίζω μπρος και πίσω 3. (για φήμη) διαδίδομαι, εξαπλώνομαι 4. (με αιτ.) επισκέπτομαι συχνά («διαφοιτῶντες τὸ ζεῡγμα», Φιλοστρ. Εικόνες) 5. διαπερνώ («ψυχὴ… … Dictionary of Greek